σταχώ

σταχώ
-όω, Α
βλ. σταχώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σταχώνω — σταχῶ, όω, ΝΜ δένω βιβλίο με στάχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυ(ς), με αρχική σημ. «δένω στάχια», από όπου γενικά «δένω» και για βιβλία «βιβλιοδετώ»] …   Dictionary of Greek

  • αστάχωτος — η, ο (για βιβλίο) ο άδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σταχώ ( ώνω) «βιβλιοδετώ»] …   Dictionary of Greek

  • στάχωμα — το, ΝΜ [σταχῶ, ώνω] 1. το δέσιμο βιβλίων, κυρίως χειρόγραφων κωδίκων 2. σκληρό περίβλημα βιβλίου ή χειρογράφου …   Dictionary of Greek

  • στάχωση — η / στάχωσις, ώσεως, ΝΜ / [σταχῶ, ώνω] 1. δέσιμο βιβλίου και ιδίως χειρόγραφων κωδίκων 2. επένδυση τών πινακίδων τών κωδίκων με δέρμα ή άλλο σκληρό υλικό …   Dictionary of Greek

  • σταχωτής — ο, ΝΜ [σταχῶ, ώνω] βιβλιοδέτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”